διέσεως

διέσεως
διέσεω̆ς , δίεσις
sending through
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διάσχισμα — διάσχισμα, το (AM) άνοιγμα, σχισμή αρχ. μουσ. μουσικό διάστημα ίσο με το μισό τής διέσεως …   Dictionary of Greek

  • τεταρτημόριο — το / τεταρτημόριον, ΝΑ, και συντετμημένος τ. ταρτημόριον και δωρ. τ. ταρταμόριον Α 1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο 2. μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις ίσους τομείς στους οποίους διαιρούν την επιφάνεια ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”